- μυριομπαλωμένος
- -η, -οαυτός που είναι πάρα πολλές φορές μπαλωμένος, αυτός στον οποίο υπάρχουν πάρα πολλά μπαλώματα («εφορούσεν ένα κοντοκάποτο κανελί... επάνω από το μαύρο και μυριομπαλωμένο πουκάμισό του», Καρκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + μπαλωμένος].
Dictionary of Greek. 2013.